αλογώ

αλογώ
ἀλογῶ (-έω)
(Α) Ι. ενεργ. δεν προσέχω σε κάτι, αδιαφορώ για κάτι, περιφρονώ κάτι
2. είμαι παράλογος
(μέσ. ή παθ.)
1. περιφρονούμαι, καταφρονούμαι από κάποιον
2. διαπράττω απρονοησία, παρασύρομαι από κακό ή εσφαλμένο υπολογισμό, κάνω λάθος
3. είμαι ή γίνομαι έξω φρενών
4. γραμμ. έχω σχηματιστεί κατά τρόπο ανώμαλο ή λανθασμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλογος.
ΠΑΡ. αρχ. ἄλόγημα
μσν.
ἀλόγητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀλογῶ — ἀλογέω pay no regard to pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀλογέω pay no regard to pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλόγω — ἄλογος without masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄλογος without masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλόγῳ — ἄλογος without masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλόγωι — ἀλόγῳ , ἄλογος without masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • несловьныи — (1*) пр. Неразумный: что же сы ѥсть присно, рожени˫а не имыи, и что ѥсть бываѥмоѥ присно, сыи же никогдаже? ѡво бо разѹмѣвати съ словесемь припостижно присно ѿ того сы, а ѥже чювьство несловно славима [в др. сп. славимо] (ἀλόγῳ) ΓΑ XIII–XIV, 48б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άλογος — η, ο (Α ἄλογος, ον) 1. αυτός που στερείται λόγου, άφωνος, άλαλος, βουβός 2. αυτός που στερείται λογικής 3. ο αντίθετος ή ο μη σύμφωνος με τη λογική, παράλογος 4. το ουδ. ως ουσ. το άλογο(ν) αρχ. 1. ο αδύναμος, ο αδέξιος στην έκφραση 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • αλόγημα — ἀλόγημα, το (Α) [αλογῶ] λάθος, σφάλμα, παραλογισμός …   Dictionary of Greek

  • αλόγητος — ἀλόγητος, ον (Μ) [ἀλογῶ] αλογάριαστος, περιφρονημένος …   Dictionary of Greek

  • κατηλογώ — κατηλογῶ, έω (Α) αμελώ, περιφρονώ, καταφρονώ («κατηλόγησε τοῡτο ὡς ἐὸν ἄμαχόν τε καὶ ἀπότομον», Ηρόδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀλογῶ «αμελώ, περιφρονώ». Το η τού κατηλογῶ είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”